- συγκακουργεῖν
- συγκακουργέωto be party withpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκακουργώ — έω, Α 1. κακοποιώ κάποιον μαζί με άλλους («ᾐτιᾱτο συγκακουργεῑν τῇ κόρη τοὺς γονεῑς», Δίον. Αλ.) 2. απόλ. συμπράττω σε βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κακουργῶ «βλάπτω, κακοποιώ» (< κακοῦργος)] … Dictionary of Greek